συριγγιδίνη

συριγγιδίνη
η, Ν
χημ. κοινή ονομασία μιας, φυσικής προέλευσης, χρωστικής ύλης, γνωστής και με την ονομασία λιγουλίνη ή μαλβιδίνη, η οποία απαντά στη μολόχα, στο κυκλάμινο και στο κρασί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”